- βουρλισιά
- ηη έξαψη, η παραφορά, η τρέλα: Τα παιδιά έβαλαν φωτιά στο σπίτι επάνω στη βουρλισιά του παιχνιδιού τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.