βουρλισιά

βουρλισιά
η
η έξαψη, η παραφορά, η τρέλα: Τα παιδιά έβαλαν φωτιά στο σπίτι επάνω στη βουρλισιά του παιχνιδιού τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουρλισιά — και βουρλισία, η [βουρλίζω] 1. έξαψη, μανία 2. ανοησία, άστοχη ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • βούρλισμα — το η βουρλισιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”